- σπειρίον
- (I)τὸ, Α [σπεῑρα]μικρή σπείρα, κόσμημα στη βάση ιωνικού κίονα.————————(II)τὸ, Αμικρό σπεῑρον*, ελαφρό καλοκαιρινό ένδυμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < σπεῖρον. Η σημ. τής λ. «καλοκαιρινό ένδυμα» θα επέτρεπε τη διόρθωση τής λ. σε σείρια (< Σείριος)].
Dictionary of Greek. 2013.